συμμετατίθημι

συμμετατίθημι
Α
1. μεταθέτω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. παθ. συμμετατίθεμαι
μεταβάλλομαι συγχρόνως με άλλον
3. φρ. «τὸν θυρεὸν συμμετατίθεμαι πρὸς τὸν τῆς πληγῆς καιρόν» — μετακινώ ταυτόχρονα την ασπίδα μου ώστε να απαντήσω και να αποφύγω το χτύπημα τού αντιπάλου (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μετατίθημι «μετακινώ, μεταβάλλω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”